- ξύρισμα
- το, -ατος1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ξυρίζω.2. αφαίρεση τριχών σύρριζα με ξυριστική λεπίδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξύρισμα — και ξούρισμα, το (Μ ξύρισμα) [ξυρίζω] 1. κόψιμο τών τριχών τού σώματος, και ιδίως τού προσώπου, με ξυράφι ώς το δέρμα 2. μτφ. ενόχληση κάποιου με άσκοπη φλυαρία 3. μτφ. φύσημα παγερού ανέμου, ιδίως βοριά … Dictionary of Greek
γενιά — Το σύνολο των τριχών που φυτρώνουν στα μάγουλα και στο πιγούνι των ανδρών. Δεν είναι εξακριβωμένη η εποχή κατά την οποία ο άνθρωπος άρχισε να ξυρίζεται, αλλά τα αιγυπτιακά μνημεία των πρώτων δυναστειών που απεικονίζουν πρόσωπα τελείως ξυρισμένα… … Dictionary of Greek
ξυριστικός — και ξουριστικός, ή, ό [ξυρίζω] 1. αυτός που αναφέρεται στο ξύρισμα ή ο κατάλληλος για ξύρισμα («ξυριστική μηχανή») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξυριστικά η αμοιβή που εισπράττει ο κουρέας για το ξύρισμα … Dictionary of Greek
ξύρησις — ξύρησις, ἡ (Α) [ξυρώ] 1. ξύρισμα, ξυράφισμα τής κεφαλής 2. ξύρισμα ως μέσο εξευτελισμού, εξευτελισμός κάποιου με ξύρισμα («καὶ ἐκάλεσε κύριος... ἐν τῇ ἡμερᾳ ἐκείνῃ κλαυθμὸν... καὶ ξύρησιν καὶ ζῶσιν σάκκων», ΠΔ) … Dictionary of Greek
κόντρα — (Μ κόντρα) επίρρ. 1. αντίθετα, εναντίον («έχουμε κόντρα τον ήλιο») 2. αντίξοα, ανάποδα, στραβά («μού έρχονται όλα κόντρα») 3. φρ. «πηγαίνω κόντρα σε κάποιον» εναντιώνομαι, αντιστρατεύομαι κάποιον νεοελλ. 1. (ως ουδ. ή θηλ. ουσ.) το κόντρα και η… … Dictionary of Greek
ξούρα — η 1. το ξύρισμα («πάτησε μια ξούρα» έκανε ένα καλό ξύρισμα) 2. μτφ. ψευτιά, περιαυτολογία («όλο ξούρες τής λέει για να τήν πείσει»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. ξουρίζω. Η λ. με τη δεύτερη σημ. υποχωρητικά από το ουσ. ξούρας] … Dictionary of Greek
ξυράφι — Όργανο που χρησιμοποιείται για το ξύρισμα, κυρίως του ανδρικού προσώπου. Το ξυράφι αποτελείται συνήθως από μία χαλύβδινη λεπίδα μήκους περίπου 10 εκατ. και πλάτους περί τα 2 εκατ. Ένα από τα δύο χείλη της λεπίδας έχει λειανθεί με ακόνισμα για να… … Dictionary of Greek
ξυριώ — ξυριῶ, άω (Μ) επιθυμώ να ξυριστώ, θέλω ξύρισμα, έχω ανάγκη από ξύρισμα («ἡ ἀεὶ ξυριῶσα καὶ νεανισκευομένη παρειά», Νικ.Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρῶ + κατάλ. ιῶ / ιάω (πρβλ. μαθητ ιάω)] … Dictionary of Greek
ξυριστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ξύρισμα: Ξυριστικά εργαλεία. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ξυριστικά η αμοιβή για το ξύρισμα: Τα ξυριστικά αυξήθηκαν πάλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποξύρησις — ἀποξύρησις, η (Α) [αποξυρώ] το ξύρισμα … Dictionary of Greek